ἑκατόν

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόν Medium diacritics: ἑκατόν Low diacritics: εκατόν Capitals: ΕΚΑΤΟΝ
Transliteration A: hekatón Transliteration B: hekaton Transliteration C: ekaton Beta Code: e(kato/n

English (LSJ)

Arc. ἑκοτόν IG5(2).3 (Tegea, iv B.C.), οἱ, αἱ, τά, indecl.:—

   A a hundred, Il.2.510, etc.: in compds. freq. loosely for very many. (Dissim. from sém [kcirc ]ṃtóm, cf. εἷς and Lat. centum, Lith. ši[mtilde]tas, etc.)

German (Pape)

[Seite 752] οἱ, αἱ, τά, indecl., hundert, Hom. u. Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόν: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἰλ. κτλ.· ἐν συνθέσει συχνάκις συνεκδοχικῶς ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πολλοί ΙΙ. ἡ τῶν ἑκατὸν καὶ τεττάρων ἀρχὴ παρὰ τοῖς Καρχηδονίοις, Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 3, πρβλ. 7. (Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑ- φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τὸ ἑ- ἐν λέξεσιν εἷς, ἕν, πρβλ. ἕκαστος: πρὸς δὲ τὸ δεύτερον μέρος -κατον πρβλ. Σανσκρ. çatan, Λατ. centum, Γοτθ. καὶ Ἀγγλο-Σαξον. hund, Παλαιο-Σκανδιν. hundrad, Παλ. - Ὑψηλ. Γερμ. hunt, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
num. indécl.
1 cent;
2 cent, pour exprimer un nombre indéterminé.
Étymologie: cf. lat. centum.