θυγατρομιξία

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγατρομιξία Medium diacritics: θυγατρομιξία Low diacritics: θυγατρομιξία Capitals: ΘΥΓΑΤΡΟΜΙΞΙΑ
Transliteration A: thygatromixía Transliteration B: thygatromixia Transliteration C: thygatromiksia Beta Code: qugatromici/a

English (LSJ)

ἡ,

   A incest with a daughter, POxy.237 vii 26 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, Blutschande mit der Tochter, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θυγατρομιξία: μῖξις μετὰ θυγατρός, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θυγατρομιξία, ἡ (Α)
πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + -μιξία (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. α-μιξία, πολυ-μιξία].