θυΐδιον
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A v. θυείδιον.
German (Pape)
[Seite 1222] τό, = θυείδιον.
Greek (Liddell-Scott)
θυΐδῐον: ἴδε θυείδιον.
Russian (Dvoretsky)
θυΐδιον: τό Arph. v. l. = θυείδιον.