παίκτης

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίκτης Medium diacritics: παίκτης Low diacritics: παίκτης Capitals: ΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: paíktēs Transliteration B: paiktēs Transliteration C: paiktis Beta Code: pai/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dancer or player, AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι Heph.Astr.2.2:—fem. παίκτειρα, Orph.H. 3.9.

German (Pape)

[Seite 442] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.

Greek (Liddell-Scott)

παίκτης: -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.

Greek Monolingual

και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) παίζω
πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι
νεοελλ.
1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα
2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια
αρχ.
χορευτής ή παίκτης.