Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Full diacritics: μαιεία | Medium diacritics: μαιεία | Low diacritics: μαιεία | Capitals: ΜΑΙΕΙΑ |
Transliteration A: maieía | Transliteration B: maieia | Transliteration C: maieia | Beta Code: maiei/a |
ἡ,
A business of a midwife, Pl.Tht.150d, 210c, cf. Procl. in Alc.Praef.
μαιεία: ἡ, τὸ ἔργον τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.
μαιεία, ἡ (Α) μαιεύομαι
το έργο της μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα.