δορυφορία
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
ἡ,
A guard kept over, τῆς ἐπιστολῆς X. Cyr.2.2.10: abs., Iamb.Myst.2.7; concrete, body-guard, LXX 2 Ma.3.28. II Astron., κατὰ δορυφορίαν τῶν τροπικῶν κύκλων Placit.2.23.6.
German (Pape)
[Seite 660] ἡ, dasselbe; Xen. Cyr. 2, 2, 10; von den Sternen, Plut. plac. phil. 2, 23.
Greek (Liddell-Scott)
δορῠφορία: ἡ, ἡ ἐπί τινος ἐπαγρύπνησις, φρούρησις, τινὸς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10· ἐπὶ τῶν ἀστέρων ὡς δορυφόρων τοῦ ἡλίου, παρὰ Πλουτ. 2. 890Ε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 service des gardes du corps;
2 astres satellites (du soleil).
Étymologie: δορυφόρος.