πολυκοιρανίη

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ, Ἐπικ. ὄνομα, πολυαρχία, Ἰλ. Β. 204, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27. ΙΙ. ἡ ἐπὶ πολλῶν κυριαρχία, Ριαν. παρὰ Στοβ. σ. 54. 15.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. πολυκοιρανία.