ἰδανός
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], όν, (ἰδεῖν)
A fair, comely, χάριτες Call.Fr.535.
German (Pape)
[Seite 1235] ansehnlich, wohlgestaltet, Callim. bei Schol. Il. 14, 172.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδανός: ῐ, όν, (ἰδεῖν) ὡραῖος, ἐπίχαρις, κομψός, χάριτες Καλλ. Ἀποσπ. 467.
Greek Monolingual
ἰδανός, -όν (Α)
ωραίος, κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδείν (απρμφ. αόρ. β' του ορώ) + -ανός κατά τα ικ-ανός, πιθ-ανός. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. ιδανικός].