καρχαρέος
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
α, ον,
A = κάρχαρος, κύνες EM493.1; cf.foreg.11.
German (Pape)
[Seite 1332] eigtl. = Vorigem; bes. bissig, von Hunden u. Wölfen, E. M. 493, 1, als v. l. für καρχαλέος bei Ap. Rh. u. Tryph.
Greek (Liddell-Scott)
καρχαρέος: -α, -ον, = κάρχαρος, ἴδε καρχαλέος ΙΙ.
Greek Monolingual
καρχαρέος, -α, -ον (Α) κάρχαρος
κάρχαρος, δηκτικός, με κοφτερά δόντια.