μοιχοκτόνος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
German (Pape)
[Seite 199] den Ehebrecher tödtend, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ κτείνων, φονεύων μοιχόν, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 54Β.
Greek Monolingual
μοιχοκτόνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος, πατρο-κτόνος.