Ὀλυμπιακός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A Olympian, ὄρος X.HG7.4.14 ; ἔτος ib.28 ; ἐκεχειρία Arist.Fr.533 ; νῖκαι Jul.Or.2.83b.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Ὀλύμπια, ἀγὼν Θουκ. 1. 6· ἐκεχειρία Ἀριστ. Ἀποσπ. 490· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, ἐκράτουν τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ὄρους (δηλ. τοῦ Κρονίου) Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 14.