κακόθεος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A having bad gods, Thphr. ap. Porph.Abst.2.7.
German (Pape)
[Seite 1300] schlechte Götter habend, Theophr. – Beim Schol. Soph. El. 289 Erkl. von δύσθεος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόθεος: -ον, ἔχων κακοὺς θεούς, Θεόφρ. παρὰ Πορφυρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7. ΙΙ. = δύσθεος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 289.
Greek Monolingual
κακόθεος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κακούς, μοχθηρούς ή ψευδείς θεούς
2. δύσθεος, ασεβής, άθεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θεός.