προδιαναπαύω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαναπαύω Medium diacritics: προδιαναπαύω Low diacritics: προδιαναπαύω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΝΑΠΑΥΩ
Transliteration A: prodianapaúō Transliteration B: prodianapauō Transliteration C: prodianapayo Beta Code: prodianapau/w

English (LSJ)

   A take an interval of rest beforehand, Diocl.Fr.141.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαναπαύω: διαναπαύω πρότερον, Προκόπ. ἐν Maï Auct. Class. τ. 6, σ. 36.

Greek Monolingual

Α
1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως
2. μέσ. προδιαναπαύομαι
αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»].