μαζηρὸς

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζηρὸς Medium diacritics: μαζηρὸς Low diacritics: μαζηρός Capitals: ΜΑΖΗΡΟΣ
Transliteration A: mazēròs Transliteration B: mazēros Transliteration C: maziros Beta Code: mazhro\s

English (LSJ)

πίναξ, trencher

   A for barley-cakes, Poll.10.84.

Greek (Liddell-Scott)

μαζηρὸς: πίναξ, πινάκιον ἐφ’ οὗ τιθέμεναι αἱ μᾶζαι διενέμοντο, Πολυδ. Ι΄, 84, ἴδε μαζονόμος.

Greek Monolingual

μαζηρός, -όν (Α) μᾱζα
φρ. «μαζηρὸς πίναξ» — πινάκιο για το σερβίρισμα τών κομματιών της κρίθινης μάζας.