πυριάτη

Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

[ᾱ], ἡ (Poll.1.248, 6.54, Phot., who says, πυριάτη θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατή ὀξυτόνως),

   A beestings curdled by heating over embers, ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Cratin.142; πυῷ καὶ πυριάτῃ Ar.V.710, cf. Eub.74.5, Luc.Lex.3, Gal. 6.694, Poll.1.248, Phot.; cf. πυριατόν.

German (Pape)

[Seite 822] ἡ, eigtl. fem. von πυριατός, die erste Milch von einer Kuh, die eben gekalbt hat, od. von einem andern milchenden Hausthiere, welche ein beliebtes Gericht war (die Holländer nennen es Beestkoock); s. πῦος, mit dem es Ar. Vesp. 710 verbindet, wo vor Brunck πυαρίτη gelesen wurde; vgl. Eubul. bei Ath. XIV, 640 c; Luc. Lexiph. 3; bei Hesych. steht πυριατόν, τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος; vgl. Poll. 6, 54; nach 1, 248 = πυρίεφθον.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριάτη: [ᾱ], ἡ, (κατὰ Πολυδ. Α´, 248., Ϛ´, 54, καὶ Φώτ., ὅστις λέγει «πυριάτη θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατὴ ὀξυτόνως»)· τὸ καλούμενον πρωτόγαλα, «μετὰ τὴν ἀποκύησιν εὐθέως ἀμελχθὲν τὸ γάλα, καὶ πυρωθὲν ἐπὶ θερμοσποδιᾶς ἐπ’ ὀλίγου ἄνευ πυτίας, αὐτίκα πήγνυται· οἱ δὲ παλαιοὶ τοῦτο ἐκάλουν πυριάτην, τινὲς δὲ πυρίεφθον» Ἀέτ. 2, 99· εὕρηται μόνον κατὰ δοτ.· - ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4· πυῷ καὶ πυριάτῃ (ἐκ διορθώσεως ἀντὶ πυαρίτῃ), Ἀριστοφ. Σφ. 710, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Ὀλβίᾳ» 1, Λουκ. Λεξιφ. 3, Πολυδ. Α´, 248, Φώτ.· - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυριατόν· τὸ ἐφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος». - Πρβλ. πυρίεφθον, πῦαρ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
premier lait (lait de vache, de chèvre, etc.) chauffé pour servir d’aliment.
Étymologie: πῦρ.