πῦαρ
From LSJ
English (LSJ)
gen. and dat. not found, τό, = πυός, first milk after calving, beestings, Ael.Dion.Fr.290 (where πύαρ), Hsch. (where πύας (sic) is glossed πιτύα (leg. πυτία)).
German (Pape)
[Seite 813] τό, = πῦος, die erste Muttermilch u. daraus gemachtes Lab, vgl. Nic. Al. 373.
Greek (Liddell-Scott)
πῦαρ: πύᾰτος, τό, = πυός, τὸ πρωτόρρυτον γάλα μετὰ τὸν τοκετόν, ἡ πυτία σχηματιζομένη ἐξ αὐτοῦ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1626. 5· «πῦαρ· πυτία» Ἡσύχ., ἴδε Νικ. Ἀλεξιφ. 373· - πυαρίτη, εἶναι πιθανῶς πλημμ. γραφ. ἀντὶ πυριάτη παρ’ Εὐστ. 1626. 5.
Greek Monolingual
το / πῡαρ, ΝΑ
το πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα της μητέρας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «πῡαρ
πυτία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυός.