φυκιοχαίτης

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκιοχαίτης Medium diacritics: φυκιοχαίτης Low diacritics: φυκιοχαίτης Capitals: ΦΥΚΙΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: phykiochaítēs Transliteration B: phykiochaitēs Transliteration C: fykiochaitis Beta Code: fukioxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with hair like seaweed, Hsch. (expld. by ψαφαροχαίτης), PSI8.892 (iv (?) A. D.).

German (Pape)

[Seite 1313] ὁ, mit Haaren wie Meertang, = ψαφαροχαίτης, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φῡκιοχαίτης: -ου, ὁ, «φυκιοχαίτην, ψαφαροχαίτην» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φυκιοχαίτην
ψαφαροχαίτην».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. του φῦκος + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. χρυσο-χαίτης].