Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποτμήγω

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτμήγω Medium diacritics: ἀποτμήγω Low diacritics: αποτμήγω Capitals: ΑΠΟΤΜΗΓΩ
Transliteration A: apotmḗgō Transliteration B: apotmēgō Transliteration C: apotmigo Beta Code: a)potmh/gw

English (LSJ)

Ep. for ἀποτέμνω,

   A cut off from, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Il.22.456; τὸν . . λαοῦ ἀποτμήξαντε 10.364, etc.    2 cut off, sever, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας 11.146; μήδεα Hes.Th.188; κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι plough the hill-sides, Il.16.390:— Pass., μοῦνοι ἀποτμηγέντες A.R.4.1052: c. gen., τοῦ ἑνός Dam.Pr. 34.

German (Pape)

[Seite 331] p. = ἀποτέμνω, abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε (v. l. ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας (v. l. ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας (v. l. πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτμήγω: μέλλ. -ξω, Ἐπ. ἀντὶ ἀποτέμνω, ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Ἰλ. Χ. 456· τὸν... λαοῦ ἀποτμήξαντε Κ. 364, κτλ.· ἀποκόπτω τι διὰ ξίφους, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Λ. 146· πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ’ ἀποτμήγουσι χαράδραι, «πολλὰς δὲ ὀρέων ἀποκλίσεις ἀποτέμνονται οἱ ὑπὸ τῶν χειμάρρων ἐκρησσόμενοι αὐλῶνες» (Σχόλ.), Π. 390: - Παθ., μοῦνοι ἀποτμηγέντες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1052.

French (Bailly abrégé)

1 séparer en coupant, couper : χεῖρας IL, λαιμόν IL les mains, la gorge;
2 fig. τινα λαοῦ, πόλιος IL amener (un combattant) à l’écart, loin de l’armée, loin (des murs) de la ville.
Étymologie: ἀπό, τμήγω.