δυσχωρία
From LSJ
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
English (LSJ)
ἡ,
A rough ground, X.Cyr.1.6.35; τῶν Ἰταλῶν Jul.Or.1.38c: in pl., X. Cyr.1.4.7, Isoc.6.80, Onos.11.3, Gal.UP3.1, etc. II want of room, Ph.2.563, Ath.4.129c. III difficulty, Alex.Aphr.Fat.200.23.
German (Pape)
[Seite 691] ἡ, schwierige Beschaffenheit eines Ortes, ungünstiges Terrain; Plat. Menex. 245 e; Xen. Cyr. 1, 4, 7 u. öfter; auch Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχωρία: ἡ, τόπος δύσκολος, δύσκολον ἔδαφος, «κακοτοπιά»,Ξεν. Κύρ. 1.6,35· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 35,κτλ. ΙΙ. ἔλλειψις τόπου, θέσεως, Ἀθήν. 129C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
difficulté d’un lieu, d’un terrain.
Étymologie: δυσ-, χώρα.