διαρτάω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρτάω Medium diacritics: διαρτάω Low diacritics: διαρτάω Capitals: ΔΙΑΡΤΑΩ
Transliteration A: diartáō Transliteration B: diartaō Transliteration C: diartao Beta Code: diarta/w

English (LSJ)

   A suspend, Hsch., dub. l. for διαττᾶσθαι, Plb.34.9.10.    2 keep in suspense, keep engaged, τινί in or by .., D.H.1.46; mislead, deceive, Men.1006.    II to separate, διδύμους Ph.2.303, al., cf. Heliod. ap.Orib.44.10.5; τὴν δύναμιν ἀπὸ Συρακουσῶν Plu.Tim.25; διηρτημένα ἀπ' ἀλλήλων Str.5.3.7: c. gen., σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν Ph.2.509; dismember, Plot.6.9.5; interrupt, τὰς ἀκολουθίας D.H.Dem. 40; διηρτημένων τῶν λέξεων forced apart, Id.Comp.20; διηρτημένων . . φωνῶν Demetr.Lac.1014.48 F.; διηρτῆσθαι, of argument, to lack connexion, be incoherent, διηρτημένα τινὰ καὶ ψευδῆ ib.46F., cf. S.E. P.2.153.    III = καταρτίζω, Hsch. (Pass.).

German (Pape)

[Seite 601] 1) (aufhängen, VLL. κρεμᾶν,) in Erwartung, Besorgniß setzen, hinhalten; διηρτημένος ὑπ' αὐτοῦ, von ihm hingehalten, Dion. Hal. 1, 85, u. öfter; auch τειχομαχίᾳ, damit aufhalten, 1, 46; betrügen, Menand. in VLL,; D. Hal. 1, 39. – 2) zertrennen, scheiden, Strab.; abschneiden, ὁδόν, Plut. Timol. 25; τὰς ἀκολουθίας, unterbrechen, Dion. Hal. de vi Dem. 40; τοῦ διηρτῆσθαι λεγομένουλόγου, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 153. – Nach VLL. auch = διαρτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

διαρτάω: μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, κρεμῶ, Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, διακόπτω (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. ἀποχωρίζω, τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― διακόπτω, τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = διαρτίζω Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 écarter : τινα ἀπὸ τόπου PLUT qqn d’un lieu;
2 interrompre (la suite d’un développement).
Étymologie: διά, ἀρτάω.