ἰόπλοκος

From LSJ
Revision as of 13:58, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόπλοκος Medium diacritics: ἰόπλοκος Low diacritics: ιόπλοκος Capitals: ΙΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: ióplokos Transliteration B: ioplokos Transliteration C: ioplokos Beta Code: i)o/plokos

English (LSJ)

ον, = foreg., Alc.55; κόρα, Νηρήιδες, B.8.72, 16.37;

   A Μοῖσαι Lyr.Adesp.53; of Apollo, AP9.524.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόπλοκος: -ον, πεπλεγμένος δι’ ἴων, ἴσως = τῷ ἰοπλόκαμος, ἰόπλοχ’ ἁγνά, μειλιχόμειδε Σαπφοῖ Ἀλκ. παρὰ Ἡφαιστίωνι σ. 80, ἔκδ. Gaisf., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, 9. 524, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, (F)ιόπλοκον εὖ εἰπεῖν Κύπριν... Βακχυλ. VIII XI. 72, ἰόπλοκοι... Νηρηΐδες XVI XVII. 38, κτλ. Ἡ λέξις αὕτη συνήθως τονίζεται ἐπὶ τῆς παραληγούσης ἰοπλόκος, οὕτω καὶ ὁ Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει: «ἰοπλόκος˙ ἰόπεπλος˙ ἀπὸ τοῦ χρώματος».

English (Slater)

ῐόπλοκος, -ον (ϝιο-)
   1 with violet hair λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν (Bergk: παῖδ' ἰοπλόκαμον codd.) (O. 6.30) φλέγεται δὲ ἰοπλόκοισι Μοίσαις (Bergk: δ' ἰοπλοκάμοισι codd.) (I. 7.23)