φίλυπνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A loving slecp, Theoc.18.10, Arist.Somn.457a22.
German (Pape)
[Seite 1289] den Schlaf liebend, gern schlafend; Theocr. 18, 10; Pol. 6, 167.
Greek (Liddell-Scott)
φίλυπνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ὕπνον, Θεόκρ. 18, 10, Ἀριστ. π. Ὕπν. 3. 16, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φίλυπνος, -ον, ΝΜΑ, και φιλόϋπνος Α
αυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, υπναράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὕπνος (πρβλ. ὠμό-ϋπνος)].