περιβραχιόνιος

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον,

   A round or on the arm, φόρημα Plu.Dem.30 : Subst. περιβραχιόνιον, τό, armlet, X.Cyr.6.4.2, D.H.10.37.

German (Pape)

[Seite 571] um den Arm gehend, φόρημα, Plut. Dem. 30.

Greek (Liddell-Scott)

περιβρᾰχῑόνιος: -α, -ον, ὁ περὶ τὸν βραχίονα ἢ ἐπ’ αὐτοῦ, φόρημα περιβραχιόνιον Πλουτ. Δημοσθ. 30· ― περιβραχιόνιον, τό, «βραχιόλιον» ἢ ὁπλισμός τις πρὸς φύλαξιν τοῦ βραχίονος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51 καὶ 4. 2, Διον. Ἁλ. 10. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui entoure le bras ; τὸ περιβραχιόνιον, bracelet.
Étymologie: περί, βραχίων.
Syn. ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, κρίκος, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.