ἀποσπάδιος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[ᾰδ], α, ον, (ἀποσπάω)
A torn off or away from, τινός Orph.H.18.13; τὸ ἀ. = ἀπόσπασμα, AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 325] abgerissen, Orph. H. 18; σταφυλῆς Philipp. 20 (VI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπάδιος: -η, -ον, (ἀποσπάω) ὁ ἀποσπασμένος ἀπό τινος, λειμῶνος ἀποσπαδίην Ὀρφ. Ὓμν. 18. 13: τὸ ἀποσπάδιον = ἀπόσπασμα Ἀνθ. Π. 6. 102.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [-ᾰδ-]
• Morfología: [fem. jón. -ίη Orph.H.18.13]
arrebatado, arrancado de Perséfone παῖδα λειμῶνος ἀποσπαδίην Orph.l.c.
•subst. τὸ ἀ. fragmento, parte de un racimo σταφυλῆς ὠμὸν ἀποσπάδιον AP 6.102 (Phil.).