ἄζυγος
From LSJ
Τί γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?
English (LSJ)
ον,
A unwedded, κοίτη Luc.Am.44. 2 = foreg., φλέψ the vena azygos, Gal.15.529: in pl., not a pair, σανδάλια Str.6.1.8.
German (Pape)
[Seite 43] = ἄζυξ, κοίτη Luc. Am. 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἄζῠγος: -ον, = ἄζυξ, ὁ μὴ εἰς γάμον ἐλθὼν ἢ ἀνήκων· κοίτη, Λουκ. Ἔρ. 44. 2) κατὰ πληθ., οὐχὶ ζεῦγος, σανδάλια, Στράβ. 259.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non soumis au joug, d’où
1 non apparié;
2 non conjugal.
Étymologie: ἀ, ζεύγνυμι.