χρύσαμμος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A golden sand, Olymp.Alch.p.98 B.; = balluca, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1378] Goldsand mit sich führend, als subst. ὁ u. ἡ χρύσαμμος, Goldsand, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρύσαμμος: [ῡ], ἡ, ἄμμος χρυσῆ, Βυζ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που παρασύρει μαζί του χρυσή άμμο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρύσαμμος
χρυσή άμμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄμμος.