προεισαγωγή

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, vorheriges od. vorläufiges Hineinführen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεισᾰγωγή: ἡ, προηγουμένη εἰσαγωγή, πρόλογος, προοίμιον, Κύριλλ. Ἀλ. 4, 7, Διον. Ἀρεοπ. 4, 12, σ. 447, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑπροεισάγω
η πριν από το κύριο θέμα εισαγωγή, το προοίμιο, ο πρόλογος («καὶ ἐν ταῑς προεισαγωγαῑς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.).