ἐκτυφλόω
English (LSJ)
A make quite blind, τινά Batr.238, Hdt.4.2,9.93, X.Eq. 10.2, Ar.Pl.301, etc.; ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή Antiph.195.4: abs., κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.Fr.569.2:—Pass., λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ (expl. by σβεσθέντες in Sch.) A.Ch.536: metaph., Philostr. VA4.36; of buds destroyed by hail, Id.Her.2.11.
German (Pape)
[Seite 784] ganz blind machen, blenden; Her. 9, 93; Ar. Plut. 309; Xen. Equ. 10, 2; λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ Aesch. Ch. 529.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτυφλόω: κάμνω τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἡρόδ. 4. 2. 9, 93, Ξεν., κλ.· ἐκτυφλοῦν τιν’ ἀστραπὴ (ἐνν. εἰμι) Ἀντιφ. «Προγόνοις» 1· ἀπολ., κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 2: - Παθ., λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ (ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ σβεσθέντες ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ) Αἰσχύλ. Χο. 536.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aveugler complètement;
2 obscurcir, éteindre.
Étymologie: ἐκ, τυφλόω.