προσεπικρούω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπικρούω Medium diacritics: προσεπικρούω Low diacritics: προσεπικρούω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΚΡΟΥΩ
Transliteration A: prosepikroúō Transliteration B: prosepikrouō Transliteration C: prosepikroyo Beta Code: prosepikrou/w

English (LSJ)

   A strike against besides, λίθους πρὸς τὰ σκεύη D.C.36.49.

German (Pape)

[Seite 761] (s. κρούω), noch dazu darauf, daran schlagen, τὶ πρός τι, D. Cass. 36, 32.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπικρούω: ἐπικρούω προσέτι, τι πρός τι Δίων Κάσ. 36. 32.

Greek Monolingual

Α ἐπικρούω
χτυπώ κάτι επάνω σε κάτι επί πλέον («οἱ δὲ καὶ λίθους πρὸς τὰ χαλκᾱ σκεύη προσεπέκρουσαν», Δίων Κάσσ.).