Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
κατάνοσος: λίαν ἀσθενής, Βυζ.
κατάνοσος, -ον (Μ)αυτός που ασθενεί βαριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -νοσος (< νόσος, ἡ), πρβλ. επί-νοσος, υπό-νοσος].