χορτολόγος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A collecting fodder, οἱ χ. foragers, Str.15.1.52.
German (Pape)
[Seite 1367] Gras, Futter sammelnd, fouragirend, Strabo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χορτολόγος: -ον, ὁ συλλέγων, συναθροίζων χόρτον, οἱ χ., οἱ εἰς χορτολογίαν ἐξερχόμενοι, Στράβ. 708.
Greek Monolingual
ο / χορτολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μαζεύει χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -λόγος].