παραπληγία
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
German (Pape)
[Seite 494] ἡ, ion. = παραπληξία, Lob. Phryn. 530.
Greek (Liddell-Scott)
παραπληγία: παραπληγικός, Ἰωνικ. ἀντὶ παραπληξία, παραπληκτικός.
Greek Monolingual
και παραπληξία, η / ιων. τ. παραπληγίη, ΝΜΑ
νεοελλ.
η παράλυση και τών δύο κάτω άκρων και του κατώτερου τμήματος του κορμού με συχνή και την απώλεια της αίσθησης του πόνου, της θερμότητας, της παλλαισθησίας και της θέσης τών μελών του σώματος ή και την παράλυση της ουροδόχου κύστεως και του ορθού
μσν.-αρχ.
παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
μερική παράλυση, ημιπληγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλήξ, -ῆγος / παράπληκτος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. paraplegie].