ἄχυρον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, mostly in pl. ἄχυρα,
A chaff, bran, husks left after threshing or grinding, Hdt.4.72, Pherecr.161, Antiph.226.2, X. Oec.18.1; ἐν τοῖς ἀ. κυλινδομένην Hermipp.47: sg., Thphr.HP8.4.1, Ev.Matt.3.12, etc.: prov., ὄνος εἰς ἄχυρα 'pig in clover', of unexpected good fortune, Philem.188, cf. Ar.Fr.76: metaph., ἄχυρα τῶν ἀστῶν, of μέτοικοι, Id.Ach.508; ἄχυρα ἀπὸ τοῦ τοίχου ἀποσπᾶν, of dying persons, Hp.Prog.4. II in pl., ἄ. χρυσοχοϊκά slag from gold-smelting, PHolm.5.7.
German (Pape)
[Seite 420] τό, gew. im plur., Her. 4, 72 u. Folgde, Spreu; ausgedroschene oder ausgemahlene Hülsen (Hacheln?), gew. im plur., Her. 4, 72 u. Xen.; τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω Ar. Ach. 508; Matth. 3, 12; ὄνος βαδίζεις εἰς ἄχυρα τραγημάτων Philem. Ath. II, 52 e; cf. Diogen. 6, 91 u. ἀχυρών.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχυρον: [ἄ], τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄχυρα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14· ἐν τοῖς ἀχ. κυλινδουμένην Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2· ὁ ἑνικ. ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 4, 1, κτλ.· παροιμ. ὄνος εἰς ἄχυρα, ἐπὶ τῶν παρ’ ἐλπίδας εἰς ἀγαθὰ ἐμπιπτόντων καὶ τούτοις ἀπολαυστικῶς χρωμένων, Φώτ.· ― μεταφ. τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω Ἀριστοφ. Ἀχ. 508· ἄχυρα ἀπὸ τοῦ τοίχου ἀποσπᾶν, ἐπὶ ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων Ἱππ. Προγν. 38.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
paille, chaume.
Étymologie: DELG apparenté à ἄχνη.