μετεκδύομαι
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
Med.,
A pull off one's own clothes and put on others, μ. τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα J.AJ6.14.2: metaph., ἐπιείκειαν μ. ib.6.12.7; μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Plu.Num.15
German (Pape)
[Seite 158] (s. δύω), ein Kleid nach dem andern ausziehen, wechseln, übertr., τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Plut. Num. 15.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκδύομαι: μέσ., ἀπεκδύομαι τὰ ἐνδύματά μου καὶ ἐνδύομαι ἄλλα, μ. βασιλικὴν ἐσθῆτα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14, 2· μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Πλουτ. Νουμ. 15· τὸ σχῆμα τοῦ φιλοσόφου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μαξ. Τυρ.