λίπας

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίπᾰς Medium diacritics: λίπας Low diacritics: λίπας Capitals: ΛΙΠΑΣ
Transliteration A: lípas Transliteration B: lipas Transliteration C: lipas Beta Code: li/pas

English (LSJ)

[ῐ], τό,

   A = λίπος, used by Aret. in nom. λίπας, CD2.3, SD2.9; gen. λίπαος CA1.1; dat. λίπαϊ ibid.

German (Pape)

[Seite 51] αος, τό, = λίπος, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λίπᾰς: [ῐ], τό, = λίπος, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρεταίῳ κατ’ ὀνομ. λίπας, Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· γεν. λίπαος Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· δοτ. λίπαϊ αὐτόθι.

Greek Monolingual

λίπας, τὸ (Α)
λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λίπος (τὸ), κατά το κρέας.