εὐθήμων
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (τίθημι)
A tidy in habits, of animals, Arist.HA616b23, 618b30. 2 harmonious, ἀοιδή A.R.1.569. II Act., setting in order, c. gen., δμῳαὶ . . δωμάτων εὐ. A.Ch.84.
German (Pape)
[Seite 1069] ον, Alles an seinen rechten Platz setzend (τίθημι), wohl ordnend, in Ordnung erhaltend, δμωαὶ γυναῖκες δωμάτων εὐθήμονες Aesch. Ch. 78, Schol. εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον; übh. ordnungsliebend, Arist. H. A. 9, 17. 32. – Auch pass., wohl geordnet, ἀοιδή Ap. Rh. 1, 569, Schol. εὖ διατεθειμένη, εὐπόνητος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθήμων: -ον, γεν. ονος, (τίθημι) καλῶς τεταγμένος, ἐν τάξει εὐρισκόμενος, εὔτακτος· ἐπὶ ὀρνίθων, ἡ σίττη... τὴν διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων καὶ εὐβίοτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1., 32. 3· εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ, «εὖ διατεθειμένῃ, εὐρύθμῳ, εὐποιήτῳ» Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 569. ΙΙ. τακτοποιῶν, βάλλων εἰς τάξιν τὰ πράγματα, μετὰ γεν., δμωαὶ γυναῖκες, δωμάτων εὐθήμονες, «εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Χο. 84.