μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: προενέδρα | Medium diacritics: προενέδρα | Low diacritics: προενέδρα | Capitals: ΠΡΟΕΝΕΔΡΑ |
Transliteration A: proenédra | Transliteration B: proenedra | Transliteration C: proenedra | Beta Code: proene/dra |
ἡ,
A ambush, Hsch. s.v. προδοκῇσι.
[Seite 720] ἡ, Hinterhalt, Hesych.
προενέδρα: ἡ, ἐνέδρα προτέρα, «προδοκῇσι· προενέδραις. προόδοις» Ἡσύχ.
ἡ, Α
ενέδρα που έχει στηθεί εκ τών προτέρων.