καλλίχοιρος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίχοιρος Medium diacritics: καλλίχοιρος Low diacritics: καλλίχοιρος Capitals: ΚΑΛΛΙΧΟΙΡΟΣ
Transliteration A: kallíchoiros Transliteration B: kallichoiros Transliteration C: kallichoiros Beta Code: kalli/xoiros

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A with fine pigs, ὗς Arist.HA573b12.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönen Ferkeln, Arist. H. A. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίχοιρος: -ον, ἐπὶ τῆς ὑός, «γουρούνας», ἡ γεννῶσα καλοὺς χοίρους, «εἰσὶ δὲ τῶν ὑῶν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι μόνον, αἱ δὲ ἐπαυξανόμεναι» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 29.

Greek Monolingual

καλλίχοιρος, -ον (Α)
(για θηλυκό χοίρο) αυτός που γεννά καλούς χοίρους («εἰσὶ δὲ τῶν ὑῡν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι», Αριστοτ.).