ὑπουργός

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουργός Medium diacritics: ὑπουργός Low diacritics: υπουργός Capitals: ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hypourgós Transliteration B: hypourgos Transliteration C: ypourgos Beta Code: u(pourgo/s

English (LSJ)

όν, contr. for ὑποεργός (q. v.),

   A rendering service, serviceable, conducive to, τῷ ἀποπήγνυσθαι X.An.5.8.15: οἱ ὑ. the assistants, Hp.Acut.67, IG12.344.80, al., Plb.5.89.3; ὑ. τινός a servant of any one, PCair.Zen.176.220 (iii B. C.), LXX Jo.1.1, Plb.30.8.4; ὁρατῶν Hld.2.16. Adv. -γῶς Aristaenet.1.3 (parox. codd.), s.v.l.

German (Pape)

[Seite 1238] zsgz. = ὑποεργός, bei einer Arbeit Dienste od. Hülfe leistend, behülflich, Xen. An. 5, 8,15; τινός, Pol. 5, 89, 3; auch dienstfertig, gefällig. – Substantivisch, der Diener, Pol. 30, 8,4, neben ὑπηρέτης Luc. Alex. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ ὑποεργὸς (ὅ ἴδε), ὁ ὑπηρετῶν τινι, χρήσιμος, βοηθός, βοηθητικός, συντελεστικὸς πρός τι, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδών δακτύλους Ξεν. Ἀναβ. 5. 8, 15· μετὰ γεν. πράγμ., Πολύβ. 5. 89, 3· - οἱ ὑπουργοί, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ὑπ. τινος, ὑπηρέτης εἴς τινα, Πολύβ. 30. 8, 4. - Ἐπίρρ. -γῶς, Ἀρισταίν. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui aide, qui assiste, qui rend service, secourable à, dat. ou gén. ; ὁ ὑπουργός serviteur : τινος de qqn.
Étymologie: ὑπό, ἔργον.