στρεβλοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλοκάρδιος Medium diacritics: στρεβλοκάρδιος Low diacritics: στρεβλοκάρδιος Capitals: ΣΤΡΕΒΛΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: streblokárdios Transliteration B: streblokardios Transliteration C: strevlokardios Beta Code: strebloka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A perverse or froward of heart, Aq., Sm., Thd. Pr.11.20.

German (Pape)

[Seite 952] verdrehtes, verkehrtes Herzens, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλοκάρδιος: -ον, διεστραμμένος τὴν καρδίαν, ἔχων στρέβλην καρδίας, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.· - ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα στρεβλοκαρδιάω, Βυζ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
διεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σκληρο-κάρδιος].