στρεβλοκάρδιος
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
ον,
A perverse or froward of heart, Aq., Sm., Thd. Pr.11.20.
German (Pape)
[Seite 952] verdrehtes, verkehrtes Herzens, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλοκάρδιος: -ον, διεστραμμένος τὴν καρδίαν, ἔχων στρέβλην καρδίας, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.· - ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα στρεβλοκαρδιάω, Βυζ.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
διεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σκληρο-κάρδιος].