τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
Full diacritics: μάσκη | Medium diacritics: μάσκη | Low diacritics: μάσκη | Capitals: ΜΑΣΚΗ |
Transliteration A: máskē | Transliteration B: maskē | Transliteration C: maski | Beta Code: ma/skh |
δίκελλα, Hsch.
[Seite 98] ἡ, erkl. Hesych. durch δίκελλα.
μάσκη: ἡ, «δίκελλα» Ἡσύχ.
μάσκη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάσκη (< μακ-σκα) συνδέεται πιθ. με τη λ. μακέλη].