σωληνοθήρας

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωληνοθήρας Medium diacritics: σωληνοθήρας Low diacritics: σωληνοθήρας Capitals: ΣΩΛΗΝΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: sōlēnothḗras Transliteration B: sōlēnothēras Transliteration C: solinothiras Beta Code: swlhnoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who fishes for the σωλήν 5, Phaenias ap. Ath.3.90f.

German (Pape)

[Seite 1059] ὁ, der Fischer, der die Meermuschel σωλήν fängt, Ath. III, 90 e.

Greek (Liddell-Scott)

σωληνοθήρας: -ου, ὁ, θηρεύων σωλῆνας (4), Ἀθήν. 90Ε, πρβλ. σωληνιστής.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ψαρεύει μαλάκια σωλήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος «είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο-θήρας].