εὐλύγιστος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλύγιστος Medium diacritics: εὐλύγιστος Low diacritics: ευλύγιστος Capitals: ΕΥΛΥΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eulýgistos Transliteration B: eulygistos Transliteration C: evlygistos Beta Code: eu)lu/gistos

English (LSJ)

ον, (λῠγίζω)

   A flexible, EM530.56, Eust.73.19.

German (Pape)

[Seite 1079] leicht zu biegen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλύγιστος: -ον, (λῠγίζω), εὐκόλως λυγιζόμενος, εὔκαμπτος, Εὐστ. 73. 20.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ εὐλύγιστος, -ον)
1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά»)
2. (για μέλη του σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος
νεοελλ.
(για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λυγιστός (< λυγίζω)].