μελισσοκράς

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοκράς Medium diacritics: μελισσοκράς Low diacritics: μελισσοκράς Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΚΡΑΣ
Transliteration A: melissokrás Transliteration B: melissokras Transliteration C: melissokras Beta Code: melissokra/s

English (LSJ)

(parox. cod.)· ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοκράς: -ᾶτος, ὁ καὶ ἡ, «ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἡ μέλιτι κεκραμένη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μελισσοκράς ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλυκεῑα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη», δηλ. η δέλτος, το ξύλινο πλαίσιο το οποίο περικλείει την κηρήθρα που περιέχει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελισσοκράς (< μέλισσα + -κρας < κεράννυμι)].