στομαλίμνη

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰλίμνη Medium diacritics: στομαλίμνη Low diacritics: στομαλίμνη Capitals: ΣΤΟΜΑΛΙΜΝΗ
Transliteration A: stomalímnē Transliteration B: stomalimnē Transliteration C: stomalimni Beta Code: stomali/mnh

English (LSJ)

ἡ,

   A like λιμνοθάλαττα, salt-water lake, lagoon, Str.4.1.8, 13.1.31; μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης v.l. (ap. Sch.) in Il.6.4.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ. wie λιμνοθάλαττα, das ausgetretene. Buchten odcr Seen bildende Meerwasser, Binnensee, aestuarium, Strab. 4, 1, 8. In seiner ersten Ausgabe hatte Aristarch Iliad. 6, 4 das Wort, s. Sengebusch Hom. diss. 1 p. 27 sq.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰλίμνη: ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, λίμνη ἐκ θαλασσίου ὕδατος, λίμνη παρὰ τὴν παραλίαν, ἰχθυοτροφεῖον, Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ τύπος στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 lac ou étang formé par les eaux de la mer, lagune;
2 lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.
Étymologie: στόμα, λίμνη.