ἀνακτίτης
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ου, ὁ, a precious stone, Orph.L.194.
German (Pape)
[Seite 194] ὁ, ein Edelstein, Orph. Lith. 192, sonst γαλακτίτης genannt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτίτης: ὁ, πολύτιμος τις λίθος, Ὀρφ. Λιθ. 192: ὡσαύτως γαλακτίτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ posible corrupción por ἀναγκίτης q.u., n. de la piedra galactita τόν ῥα παλαιγενέες μὲν ἀνακτίτην ἀδάμαντα κλεῖον Orph.L.194, v. ἀναγκίτης.