λινυφάντης

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek (Liddell-Scott)

λινυφάντης: -ου, ὁ ὑφαίνων λινᾶ, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. Janv. et Févr. 1873.

Greek Monolingual

λινυφάντης, ὁ (Α)
αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο-υφάντης, ταπιδ-υφάντης].