ἀκεστορία
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: ἀκεστορία | Medium diacritics: ἀκεστορία | Low diacritics: ακεστορία | Capitals: ΑΚΕΣΤΟΡΙΑ |
Transliteration A: akestoría | Transliteration B: akestoria | Transliteration C: akestoria | Beta Code: a)kestori/a |
ἡ,
A the healing art, A.R.2.512, APl.4.272 (Leont.), Max.314.
[Seite 71] ἡ, Heil- und Arzneikunst, Ap. Rh. 2, 512: oft in Anth.
ἀκεστορία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ θεραπεύειν, Ἀπολλ. Ρόδ. 2, 512, Ἀνθ. Π. 9. 349, καὶ ἀλλ., κτλ.
ἀκεστορία, η (Α) ἀκέστωρ
η θεραπευτική, η ιατρική.