ταλασιουργός
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A wool-spinner, Id.Ion540c, Trypho ap.Ath.14.618d.
German (Pape)
[Seite 1065] Wolle bearbeitend, spinnend; γυνή Plat. Ion 540 c; ὁ ταλασιουργός, der Wollspinner.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ, (*ἔργω) ὁ ταλασιουργῶν, ὁ κλώθων ἔρια, κατεργαζόμενος αὐτά, Πλάτ. Ἴων 540C, Ἀθήν. 618D.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille ou qui file la laine.
Étymologie: ταλασία, ἔργον.