ἁμαξοκυλιστής
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (κυλίνδω)
A down-roller (i.e. destroyer) of wagons: in pl., name of a Megarian family, Plu.2.304e.
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοκῠλιστής: -οῦ, ὁ, (κυλίνδω) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.
Greek Monolingual
ἁμαξοκυλιστής, ο (Α)
1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών
2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί
όνομα μεγαρικής οικογένειας..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»].